ὑποδεέστερον

ὑποδεέστερον
ὑποδεής
somewhat deficient
adverbial comp
ὑποδεής
somewhat deficient
masc acc comp sg
ὑποδεής
somewhat deficient
neut nom/voc/acc comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σύνειμι — (I) και αττ. τ. ξύνειμι Α [εἰμί] 1. είμαι ή βρίσκομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι 2. έχω σχέσεις, συναναστρέφομαι με κάποιον («τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν», Εύπ.) 3. συζώ με κάποιον («τοῑς φονεῡσι τοῡ πατρὸς ξύνειμι», Σοφ.) 4. συνουσιάζομαι 5.… …   Dictionary of Greek

  • υποδεέστερος — η, ο / ὑποδεέστερος, έρα, ον, ΝΜΑ 1. κατώτερος σε αξία, τάξη, δύναμη ή ποιότητα (α. «ο δεύτερος υποψήφιος είναι φανερά υποδεέστερος σε σχέση με τον πρώτο» β. «μητρὸς ἀμύμονος πατρὸς δὲ ὑποδεεστέρου», Ηρόδ.) αρχ. μικρότερος, νεώτερος («ἡ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”